- περονίς
- περον-ίς, ίδος, ἡ,A = περόνη, S.Tr.925, IG11(2).219 A35 (Delos, iii B. C.), CPR 12.4 (i A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περονίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περονίς — ίδος, ἡ, Α η μικρή πόρπη, η καρφίτσα τού γυναικείου ενδύματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περόνη + επίθημα ίς] … Dictionary of Greek
περονίδας — περονίς fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περονίσιν — περονίς fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)